- ἐπωνομάσθη
- ἐπονομάζωapplyaor ind pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επονομάζω — (AM ἐπονομάζω) δίνω νέο, επί πλέον όνομα σε κάτι ή κάποιον («ο Γρηγόριος Δικαίος, ο επονομαζόμενος Παπαφλέσσας» β. «καὶ ἡ χώρα ἀπὸ Ἰταλοῡ, βασιλέως τινὸς Σικελῶν... Ἰταλία ἐπωνομάσθη», Θουκ.) αρχ. 1. δίνω όνομα, προσδιορισμό («ἀφνειὸν γὰρ… … Dictionary of Greek
σέρβιος — ον, Μ δουλικός («ἐπωνομάσθη σέρβιος ὡς γεγονὼς ἐκ δούλης», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. servus «δούλος»] … Dictionary of Greek